Μαθαίνω για το β΄ συνθετικό
Το β΄ συνθετικό μπορεί να είναι ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα, μετοχή, επίρρημα.
Όταν το β΄ συνθετικό είναι ουσιαστικό, το σύνθετο μπορεί να είναι ουσιαστικό (χιλιόμετρα), επίθετο (τετράτροχο), επίρρημα (απευθείας).
Όταν το β΄ συνθετικό είναι επίθετο, τότε και το σύνθετο είναι επίθετο.
Όταν το β΄ συνθετικό είναι ρήμα, το σύνθετο μπορεί να είναι ρήμα, ουσιαστικό (κοσμηματογράφος), επίρρημα (μονορούφι).
Όταν το β΄ συνθετικό είναι μετοχή, το σύνθετο είναι και αυτό μετοχή (πολυσυζητημένο).
Όταν το β΄ συνθετικό είναι επίρρημα, το σύνθετο είναι κι αυτό επίρρημα (προχτές).
Β' Συνθετικό - Οδύνη, ομαλός, όνομα (όνυμα), όλεθρος, όροφος, ορυχείο
Σε λέξεις από -ο όπως οδύνη, όλεθρος, ομαλός, όνομα (όνυμα), όροφος,
ορυχείο το αρχικό -ο γίνεται -ω όταν οι λέξεις γίνονται β'συνθετικά ή
παράγουν λέξεις με αχώριστα μόρια
Παραδείγματα:
1. οδύνη: ο ψυχικός ή σωματικός πόνος
επί + οδύνη = επώδυνος, π.χ. Ο αποχωρισμός ενός καλού φίλου είναι επώδυνος.
α(στερητικό) + οδύνη =ανώδυνος, π.χ. Γέννησε με ανώδυνο τοκετό.
2. όλεθρος: η ολοκληρωτική καταστροφή οὐκ εἰς ὄλεθρον = δεν πας να χαθείς;
παν + όλεθρος =πανωλεθρία, π.χ. Οι Πέρσες έπαθαν πανωλεθρία στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
3. ομαλός: αυτός που δεν έχει εσοχές ή προεξοχές, ίσιος, ευθύς, επίπεδος
α(στερητικό) + ομαλός =ανώμαλος π.χ. Ο δρόμος μέχρι το χωριό ήταν ανώμαλος, γεμάτος ανηφόρες και κατηφόρες.
4. όνομα:
επί + όνομα(όνυμα) =επώνυμος, π.χ. Όλοι οι επώνυμοι Αθηναίοι βρέθηκαν στην πρεμιέρα του έργου.
α(στερητικό) + όνομα(όνυμα) =ανώνυμος π.χ. Τη δωρεά έκανε κάποιος που θέλησε να μείνει ανώνυμος.
ομού + όνομα =ομώνυμος, π.χ. Στο νησί βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός. - Ομώνυμα κλάσματα, όσα έχουν ίδιο παρονομαστή.
συν + όνομα= συνώνυμος, π.χ. Η λέξη "επίπεδος" είναι συνώνυμη με τη λέξη "ομαλός"
αντί + όνομα=αντωνυμία, π.χ. Η προσωπική αντωνυμία χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις.
πολύ + όνομα =πολυώνυμος, π.χ. Τα πολυώνυμα στα μαθηματικά είναι αλγεβρικές παραστάσεις.
ίδιος + όνομα = ιδιώνυμος π.χ. Ο Βενιζέλος καθιέρωσε το ιδιώνυμο αδίκημα.
ευ + όνομα =ευώνυμος π.χ. Αυτός που έχει καλή φήμη, όνομα, έντιμος.
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν εὐώνυμον κέρας την αριστερή πτέρυγα του στρατεύματος.
5. όροφος: οριζόντιο επίπεδο κτίσματος
δύο (δι-) + όροφος=διώροφος, π.χ. Το σπίτι του παππού στη Σμύρνη ήταν διώροφο.
τρία (τρι-) + όροφος = τριώροφος
πολύ+όροφος =πολυώροφος π.χ. Οι ουρανοξύστες είναι πολυώροφοι.
6. ορυχείο: τόπος στον οποίο συστηματικά εξάγονται ορυκτά
μέταλλο + ορυχείο =μεταλλωρυχείο π.χ. Εργάζεται σε μεταλλωρυχείο στη Χαλκιδική.
τύμβος + ορύττω =τυμβωρύχος (tomb raider) αυτός που λεηλατεί, κλέβει τύμβους, αρχαίους τάφους
δια + ορύττω = διώρυγα, η τεχνητή κατασκευή που ενώνει δυο θάλασσες ή λίμνες, π.χ. η διώρυγα της Κορίνθου.
Παραδείγματα:
1. οδύνη: ο ψυχικός ή σωματικός πόνος
επί + οδύνη = επώδυνος, π.χ. Ο αποχωρισμός ενός καλού φίλου είναι επώδυνος.
α(στερητικό) + οδύνη =ανώδυνος, π.χ. Γέννησε με ανώδυνο τοκετό.
2. όλεθρος: η ολοκληρωτική καταστροφή οὐκ εἰς ὄλεθρον = δεν πας να χαθείς;
παν + όλεθρος =πανωλεθρία, π.χ. Οι Πέρσες έπαθαν πανωλεθρία στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
3. ομαλός: αυτός που δεν έχει εσοχές ή προεξοχές, ίσιος, ευθύς, επίπεδος
α(στερητικό) + ομαλός =ανώμαλος π.χ. Ο δρόμος μέχρι το χωριό ήταν ανώμαλος, γεμάτος ανηφόρες και κατηφόρες.
επί + όνομα(όνυμα) =επώνυμος, π.χ. Όλοι οι επώνυμοι Αθηναίοι βρέθηκαν στην πρεμιέρα του έργου.
α(στερητικό) + όνομα(όνυμα) =ανώνυμος π.χ. Τη δωρεά έκανε κάποιος που θέλησε να μείνει ανώνυμος.
ομού + όνομα =ομώνυμος, π.χ. Στο νησί βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός. - Ομώνυμα κλάσματα, όσα έχουν ίδιο παρονομαστή.
συν + όνομα= συνώνυμος, π.χ. Η λέξη "επίπεδος" είναι συνώνυμη με τη λέξη "ομαλός"
αντί + όνομα=αντωνυμία, π.χ. Η προσωπική αντωνυμία χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις.
πολύ + όνομα =πολυώνυμος, π.χ. Τα πολυώνυμα στα μαθηματικά είναι αλγεβρικές παραστάσεις.
ίδιος + όνομα = ιδιώνυμος π.χ. Ο Βενιζέλος καθιέρωσε το ιδιώνυμο αδίκημα.
ευ + όνομα =ευώνυμος π.χ. Αυτός που έχει καλή φήμη, όνομα, έντιμος.
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν εὐώνυμον κέρας την αριστερή πτέρυγα του στρατεύματος.
5. όροφος: οριζόντιο επίπεδο κτίσματος
δύο (δι-) + όροφος=διώροφος, π.χ. Το σπίτι του παππού στη Σμύρνη ήταν διώροφο.
τρία (τρι-) + όροφος = τριώροφος
πολύ+όροφος =πολυώροφος π.χ. Οι ουρανοξύστες είναι πολυώροφοι.
6. ορυχείο: τόπος στον οποίο συστηματικά εξάγονται ορυκτά
μέταλλο + ορυχείο =μεταλλωρυχείο π.χ. Εργάζεται σε μεταλλωρυχείο στη Χαλκιδική.
τύμβος + ορύττω =τυμβωρύχος (tomb raider) αυτός που λεηλατεί, κλέβει τύμβους, αρχαίους τάφους
δια + ορύττω = διώρυγα, η τεχνητή κατασκευή που ενώνει δυο θάλασσες ή λίμνες, π.χ. η διώρυγα της Κορίνθου.
ΠΗΓΗ : http://threekoupis.blogspot.gr/2013/03/blog-post_11.html
ΑΣΚΗΣΗ (από την Ευαγγελία Σερδάκη): Συμπληρώστε τον ακόλουθο πίνακα :
ΑΣΚΗΣΗ (από την Ευαγγελία Σερδάκη): Συμπληρώστε τον ακόλουθο πίνακα :
Α΄ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ
|
Β΄ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ
|
ΣΥΝΘΕΤΟ
|
ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
|
α. λιγνίτης
|
ορύττω
|
||
β. οκτώ
|
όροφος
|
||
γ.
|
αγγειοδιασταλτικός
|
||
δ.
|
φαρμακοποιός
|
||
ε. έντομο
|
λέγω
|
||
στ. α στερητ.
|
οδύνη
|
επίθετο
|
|
ζ. μέση
|
καλοκαίρι
|
επίρρημα
|
|
η.
|
ραδιούργος
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου