Α´
Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.
Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.
...............................................................
Γ´
Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ σταματήσει ὁ ἥλιος.
Τὰ ξωτικὰ τῆς αὐγῆς
φύσηξαν τὰ στεγνὰ κοχύλια·
τὸ πουλὶ κελάηδησε τρεῖς φορὲς τρεῖς φορὲς μόνο·
ἡ σαύρα πάνω στὴν ἄσπρη πέτρα
μένει ἀκίνητη
κοιτάζοντας τὸ φρυγμένο χόρτο
ἐκεῖ ποὺ γλίστρησε ἡ δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ἕνα βαθὺ χαράκι
ψηλὰ στὸ θόλο τοῦ γαλάζιου -
δές τον, θ᾿ ἀνοίξει.
Ἀναστάσιμη ὠδίνη.
.................................
ΙΔ´
Τώρα, μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου, ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς· καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας, ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν. Ὅπως τὸ πεῦκο καταμεσήμερα κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή - φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη καὶ νὰ τὴ σπείρουν. Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά. Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν πρέπει νὰ καοῦν τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου. |